- εφήμισυς
- ἐφήμισυς, -εος, -υ (Α) [ἥμισυς]πάπ. αυτός που περιέχει μία μονάδα και μισή, ο ενάμισυς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ήμισυς — εια, υ και μισός, ή, ό (AM ἥμισυς, εια, υ, Μ και ἥμισος, η, ον, Α δωρ. τ. ἅμισυς, εια, α και ιων. θηλ. ἡμισέη και ἡμισέα) 1. αυτός που αποτελεί το ένα από δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ο μισός 2. το ουδ. ως ουσ. το ήμισυ το ένα… … Dictionary of Greek
πενταπλασιεφήμισυς — υ, Α ο πεντέμισυ φορές μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενταπλάσιος + ἐφήμισυς] … Dictionary of Greek
τετραπλασιεφήμισυς — υ, Α ο τεσσερισήμισυ φορές μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετραπλάσιος + ἐφήμισυς] … Dictionary of Greek
τριπλασιεφήμισυς — υ, Α (για αριθμό) τρεις φορές και ένα δεύτερο μεγαλύτερος από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριπλάσιος + ἐφήμισυς] … Dictionary of Greek